Νυχτερινή περιπέτεια

Βράδιασε…
Η βροχή συνεχίζει να πέφτει απαλά, μόλις π’ ακούγεται.
Στο σπίτι τα φώτα όλα σβηστά,
οι γκρίζες κουρτίνες τραβηγμένες,
πιο μαύρο το σκοτάδι χρωματίζουν.
Στο καντήλι η φλόγα τρεμοσβήνει.
Το σπίτι αυτό πεθαίνει.
Πνίγομαι.
Θέλω να βγω, να μυρίσω αέρα.
Ανοίγω την πόρτα
και πετάγομαι έξω τρέχοντας, με τα χέρια ανοικτά.
Βρέχομαι, μα δεν με νοιάζει.
Σε βλέπω, με κοιτάς με μάτια που κλαίνε συμπόνια.
«Που πάει ο τρελός», θα σκέφτεσαι.
Μια γειτόνισσα, στο ρημαγμένο μπαλκόνι της
μαλώνει με την ερημιά.
Γκρινιάζει για τους κλέφτες που δεν ήρθαν.
Κι ούτε θα’ ρθουν ποτέ.
Δεν της το λέω,
την αφήνω να ελπίζει.
Έχω γίνει μούσκεμα.
Ο νοτισμένος αέρας μου κάνει καλό,
σαν κάπως να συνήλθα.
Μια καμπάνα στο βάθος ακούγεται αμυδρά.
Σημαίνει τα χρόνια που περνούν,
συνοδεύοντας την μοναξιά.
Πήρε και ξημερώνει.
Στο σπίτι πίσω γυρνώ
με βρόχινο αέρα στα πνευμόνια μου.
Τις κουρτίνες στο πλάι τραβώ,
με φρέσκο λάδι το καντήλι γεμίζω.
Η φλόγα ζωηρεύει.
Το σπίτι αυτό δεν πέθανε ακόμα,
δεν είναι για νεκρούς.
Αυτοί αναπαύονται, προς το παρόν, αλλού.
Στάχυς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.